Το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης



Το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης πρωτολειτούργησε το 1934-35 με πρώτο Επόπτη του Σχολείου τον μεγάλο Έλληνα παιδαγωγό Αλέξανδρο Δελμούζο και Διευθυντή του τον επίσης σπουδαίο Έλληνα επιστήμονα Βασίλειο Τατάκη. Από τότε πέρασαν και άφησαν ανεξίτηλο το πέρασμά τους μεγάλοι δάσκαλοι και πνευματικοί άνθρωποι. Ο Γιώργος Θέμελης, ο Ιωάννης Ξηροτύρης, ο Πολύκλειτος Ρέγκος, ο Σαράντος Παυλέας, ο Κωνσταντίνος Μπότσογλου, ο Νίκος Παραλής είναι μόνο μερικές περιπτώσεις σημαντικών πνευματικών ανθρώπων.
Το Πειραματικό Σχολείο είχε την τύχη να στεγαστεί σε οίκημα που σχεδιάστηκε με τη φροντίδα και την αισθητική του μεγάλου αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη, οίκημα που ακόμη και σήμερα αποτελεί κόσμημα για την Πόλη μας.
Σήμερα το Πειραματικό Σχολείο, όντας πλέον και Πρότυπο, αναζητεί έναν νέο δρόμο που αποτελεί όμως συνέχεια της σπουδαίας του παράδοσης.

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Χριστουγεννιάτικες ευχές από τον Όμιλο Θεάτρου

Ευχές από τον όμιλο Θεάτρου του Πρότυπου Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.


Χριστουγεννιάτικη κάρτα Βικτωριανής εποχής.

Την Τετάρτη, στις 19-12-2012, o Όμιλος Θεάτρου του Σχολείου μας βιντεοσκόπησε στην Αίθουσα Τελετών ευχές για τα Χριστούγεννα και το Νέο Έτος.

Δείτε και ακούστε τις ευχές μας στο παρακάτω βιντεάκι.


Οι ευχές μας για το Νέο Έτος:  
Υγεία και ευημερία για όλους, ειρήνη σ' όλον τον κόσμο, πίστη και δύναμη, κατανόηση και αποδοχή του διαφορετικού, φιλία και συντροφικότητα, δικαιοσύνη και αξιοκρατία,  ελπίδα και αισιοδοξία, όνειρα μαγικά και συναρπαστικά, δυνατές συγκινήσεις, ευχάριστες εκπλήξεις, πολλά χαμόγελα και χαρούμενες στιγμές, νέες γνώσεις και εμπειρίες, γαλήνη και ισορροπία στην προσωπική αλλά και την κοινωνική ζωή, ίσες ευκαιρίες για καλύτερη ζωή σε όλους, αγάπη και εμπιστοσύνη, κοινωνική αλληλεγγύη, μικρές ευτυχισμένες στιγμές που θα μοιράζονται μ' αγαπημένα πρόσωπα!

Χριστουγεννιάτικη κάρτα Βικτωριανής εποχής.

    Στη συνέχεια, αυτοσχεδιάσαμε μία χριστουγεννιάτικη ιστορία, προσπαθώντας να στείλουμε  μήνυμα αγάπης και ελπίδας.Τις τελευταίες εβδομάδες ο όμιλος θεάτρου είχε εργασθεί με ασκήσεις αυτοσχεδιασμού ομαδικών ιστοριών. Η άσκηση αυτοσχεδιασμού μίας ομαδικής  ιστορίας έχει ως σκοπό να βοηθήσει τα μέλη της ομάδας να αναπτύξουν την ικανότητα σύνθεσης και παραγωγής θεατρικού κειμένου, την καλλιέργεια προφορικότητας του λόγου- απαραίτητη ικανότητα για  το θέατρο-, τη συγκέντρωση προσοχής και την άμεση ανταπόκριση στα λεγόμενα του προηγούμενου, την ανάπτυξη της φαντασίας και φυσικά την ενδυνάμωση της συνοχής της ομάδας, αφού όλα τα μέλη λειτουργούν ως κρίκοι μίας αλυσίδας και έχουν τον ίδιο σημαντικό ρόλο στη σύνθεση και ολοκλήρωση της ιστορίας.
     Δείτε και ακούστε τη χριστουγεννιάτικη ιστορία που αυτοσχεδίασε ο όμιλος θεάτρου του σχολείου  μας. Η σύνθεση της ιστορίας ήταν αυθόρμητη και έγινε χωρίς δοκιμή. Οι μόνες οδηγίες που δόθηκαν στα μέλη της ομάδας ήταν ότι η ιστορία έπρεπε να εκφράζει το πνεύμα των Χριστουγέννων και να δίνει μήνυμα αγάπης.



Χριστουγεννιάτικη κάρτα Βικτωριανής εποχής.

  Στο τέλος, αποφασίσαμε να δραματοποιήσουμε την ιστορία που αυτοσχεδιάσαμε. Η δραματοποίηση έγινε μέσα σε ελάχιστη ώρα. Δείτε τη δραματοποίηση της ιστορίας μας. Σκηνοθετικές οδηγίες και βιντεοσκόπηση από τη μαθήτρια της Β Λυκείου Σεφερίδη Δήμητρα.





   Χρησιμοποιήθηκαν και τα δύο επίπεδα της σκηνής της αίθουσας Τελετών του Σχολείου μας. Στο κάτω επίπεδο διαδραματίστηκε η σκηνή του δρόμου όπου η Σμαρώ συναντά την Ελπίδα, το κοριτσάκι που είναι μόνο του στο δρόμο τις ημέρες των Γιορτών... Στο πάνω επίπεδο διαδραματίστηκε η σκηνή της οικογενειακής εορταστικής βραδιάς στο ζεστό και χαρούμενο σπίτι της Σμαρώς. Η Σμαρώ φέρνει στο σπίτι της την Ελπίδα και η οικογένειά της ξεπερνά την αρχική αμηχανία και δέχεται με στοργή και αγάπη το μοναχικό κοριτσάκι...Γιατί, αναρωτιέμαι, ποιος δεν επιθυμεί την ελπίδα στο σπίτι του...
Ελπίδα είναι το πραγματικό όνομα της μαθήτριας της Α Γυμνασίου που έπαιξε το ρόλο του κοριτσιού που η Σμαρώ βρίσκει να παγώνει μόνο του στο δρόμο, ενώ τα κορίτσια της χορωδίας τραγουδούν τα κάλαντα και διάφοροι περαστικοί περνούν γύρω του αδιάφοροι.


Εικόνες από τη δραματοποίηση της Χριστουγεννιάτικης μας ιστορίας.
Η Μαρία, η Ασημένια και η Μελίνα τραγουδούν τα κάλαντα στη σκηνή του δρόμου.

 
Η Άντζελα τραβά την κόρη της Άρτεμη μακριά από την Ελπίδα.

Η Ελπίδα μόνη της στο δρόμο κρυώνει, ενώ ακούγονται τα κάλαντα από την ομάδα των τριών κοριτσιών...

Η Αγγελίνα και η Αννέτα έχουν βγει για τα χριστουγεννιάτικα ψώνια τους στην Αγορά. Βλέπουν με δυσφορία το κοριτσάκι..."Έχει γεμίσει η πόλη από ζητιάνους...", λέει η μία, "Μα, γιατί δεν τους μαζεύουν...", αναρωτιέται η άλλη.

Η Αντωνία υποδύεται έναν ακόμα αδιάφορο περαστικό.

Η Σμαρώ έχει καθήσει δίπλα στην Ελπίδα. Βγάζει το μπουφάν και σκεπάζει την παγωμένη Ελπίδα. Η κίνηση της Σμαρώς είναι ένας στιγμαίος αυτοσχεδιασμός, μία άμεση ανταπόκριση στη φράση "κρυώνω" της Ελπίδας.

Σκηνή από το σπίτι της Σμαρώς στο πάνω επίπεδο. Η Μυρτώ βοηθά τη γιαγιά της να καθήσει δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δένδρο. Η Χαρά υποδύεται τη γιαγιά. Επίσης, ένας ρόλος που στηρίχθηκε σε αυτοσχεδιασμό της στιγμής. 

Εικόνα από τη σκηνή στο σπίτι της Σμαρώς. Η οικογένεια δέχεται την Ελπίδα στο εορταστικό τραπέζι. Ο πατέρας Χάρης, ύστερα από την αρχική του επιφυλακτικότητα, σκύβει με στοργή πάνω από το κοριτσάκι που η κόρη του μάζεψε από το δρόμο.

Τα κορίτσια λένε τα κάλαντα στην οικογένεια που προσπαθεί να φροντίσει και να διασκεδάσει τη μικρή Ελπίδα.



Η Σμαρώ και η Ελπίδα.

Ο Όμιλος Θεάτρου με αυτές τις τρεις δραστηριότητες εύχεται σε όλους Χαρούμενα Χριστούγεννα και Ευτυχισμένο το Νέο Έτος. Ο Νέος Χρόνος να φέρει όλα, ή μερικά ή έστω λίγα από αυτά που σας ευχηθήκαμε με το πρώτο βιντεάκι μας.

Χριστουγεννιάτικη κάρτα Βικτωριανής εποχής.

Στις τρεις δραστηριότητες συμμετείχαν τα μέλη του Ομίλου Θεάτρου: 
Ζαντίδου Σμαρώ (Α1 Γυμνασίου), Πεσματζόγλου Άντα (Α2 Γυμνασίου), Πλιάκη Ελπίδα (Α2 Γυμνασίου), Αλεξανδρίδου Δήμητρα (Β1 Γυμνασίου), Βλαχοπούλου Αντωνία (Β1 Γυμνασίου), Γιαϊτζοπούλου Νένα (Β1 Γυμνασίου), Ζεργιώτη Μάρθα (Β1 Γυμνασίου), Ράπτη Άρτεμης (Β1 Γυμνασίου), Σακούλη Ασημένια (Β2 Γυμνασίου), Βενάρδου Μελίνα (Γ1 Γυμνασίου), Τσιριγώτη Χαρά (Γ1 Γυμνασίου), Διαμαντή Αναστασία (Γ1 Γυμνασίου), Πεσματζόγλου Ελένη (Α1 Λυκείου), Μέτα Άντζελα (Α2 Λυκείου), Ντιακάκη Μαρία (Α2 Λυκείου), Πρατσινάκη Μυρτώ (Α2 Λυκείου), Σαμαρά Μαρία (Α2 Λυκείου), Μανακούδας Χάρης (Α2 Λυκείου), Χατζημιμίκου Αλεξάνδρα (Α2 Λυκείου),  Παπαδημητρίου Αγγελίνα (Β2 Λυκείου), Σεφερίδη Δήμητρα (Β2 Λυκείου), Χρυσίδου Αννέτα (Β2 Λυκείου).

Η βιντεοσκόπηση έγινε από τη Σεφερίδη Δήμητρα.

Υπεύθυνες Ομίλου Θεάτρου: Άννα Αγγελοπούλου (φιλόλογος), Αθηνά Σαμαρά (Οικιακής Οικονομίας).

Χριστουγεννιάτικη κάρτα Βικτωριανής εποχής.

Για τις παλιές Χριστουγεννιάτικες κάρτες της Βικτωριανής εποχής (β μισό του 19ου αιώνα), βλ. http://christmas.bravepages.com/

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Διαβάζοντας ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα: Aλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Άνθος γιαλού



Διαβάζοντας ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα.
Aλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Άνθος γιαλού

   Με αφορμή το διήγημα του Αλέξ. Παπαδιαμάντη Όνειρο στο κύμα που συμπεριλαμβάνεται στη διδακτέα και εξεταστέα ύλη, το τμήμα της Θεωρητικής Κατεύθυνσης της Γ Λυκείου του Σχολείου μας διάβασε ένα από τα πιο λυρικά και ποιητικά χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, το Άνθος του Γιαλού. Tην Παρασκευή, στις 21-12-2012, οι μαθήτριες και οι μαθητές της Θεωρητικής Κατεύθυνσης της Γ Λυκείου διάβασαν στην τάξη τους το διήγημα και ταξίδεψαν στο συναρπαστικό κόσμο του Παπαδιαμάντη... Μ᾽ αυτό το μαγικό κείμενο, που αποτελεί ύμνο για τη δύναμη της αγάπης, στέλνουμε τις ευχές μας....Μη διστάσετε να ακολουθήσετε το μαγικό, μυστηριώδες φως των ονείρων σας, όπως δε δίστασε να το ακολουθήσει ο ήρωας του διηγήματος.

Το τμήμα της Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου του Σχολείου μας στις 21-12-2012, την τελευταία ημέρα πριν από τις Διακοπές των Χριστουγέννων. Περιμένοντας τις Διακοπές, για να ξεκουρασθούν και να συνεχίσουν το διάβασμα για τις πανελλαδικές εξετάσεις...

Διαβάζοντας Παπαδιαμάντη!

Δημήτρης Μοράρος, Παπαδιαμάντης

Δείτε και ακούστε τις μαθήτριες και τους μαθητές του Τμήματος της Θεωρητικής Κατεύθυνσης της Τρίτης Λυκείου του Σχολείου μας να διαβάζουν το Άνθος του Γιαλού. 


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1985
Σελ. 151-156

ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ

Ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δύο ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, ―ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ― ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δύο ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς ―κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον― νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.
Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δύο μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον, Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἢ ἂν ὑπῆρχον ὀλίγα γραΐδια «λαδικά», ἢ καὶ δύο τρεῖς γέροι, γνωρίζοντες τὰς παλαιὰς ἱστορίας τοῦ τόπου, ὁ Μάνος δὲν ἔτυχεν εὐκαιρίας νὰ τοὺς ἐρωτήσῃ.
Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.
Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο; ᾘσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκαν του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύσῃ τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάσῃ ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῇ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήσῃ τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁ Μάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, καθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν.


Β. Παπαγεωργίου, Άνθος γιαλού.
*
* *
Ἐπῆγαν μίαν νύκτα, ὅταν ἡ σελήνη ἦτο ἐννέα ἡμερῶν, κ᾿ ἔμελλε νὰ δύσῃ περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ φῶς ἐφαίνετο ἐκεῖ, ἀκίνητον ὡς καρφωμένον, ἐνῶ ὁ πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ἠρέμα πρὸς δυσμὰς κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῇ ὀπίσω τοῦ βουνοῦ. Ὅσον ἔπλεαν αὐτοὶ μὲ τὴν βάρκαν, τόσον τοὺς ἔφευγε, χωρὶς νὰ κινῆται ὀφθαλμοφανῶς, ὁ μυστηριώδης πυρσός. Ἔβαλαν δύναμιν εἰς τὰ κουπιά, «ἐξεπλατίσθηκαν». Τὸ φῶς ἐμακρύνετο, ἐφαίνετο ἀπώτερον ὁλονέν. Ἦτο ἄφθαστον. Τέλος ἔγινεν ἄφαντον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των.
Ὁ Μάνος, μαζὶ μὲ τὸν Φαφάναν, ἔκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις:
― Δὲν εἶναι φανάρι, δὲν εἶναι καΐκι, ὄχι.
― Καὶ τί εἶναι;
― Εἶναι…
Ὁ Γιαλὴς τῆς Φαφάνας δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.
Τὴν νύκτα τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ πάλιν δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας μετ᾿ αὐτήν, οἱ δύο ναυτίλοι ἐπεχείρησαν ἐκ νέου τὴν ἐκδρομήν. Πάντοτε ἔβλεπαν τὴν μυστηριώδη λάμψιν νὰ χορεύῃ εἰς τὰ κύματα. Εἶτα, ὅσον ἐπλησίαζαν αὐτοί, τόσον τὸ ὅραμα ἔφευγε. Καὶ τέλος ἐγίνετο ἄφαντον. Τί ἆρα ἦτο;
*
* *
Εἷς μόνον γείτων εἶχε παρατηρήσει τὰς ἐπανειλημμένας νυκτερινὰς ἐκδρομὰς τῶν δύο φίλων μὲ τὴν βάρκαν. Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας, ἄνθρωπος πενηντάρης, εἶχε διαβάσει πολλὰ παλαιὰ βιβλία μὲ τὰ ὀλίγα κολλυβογράμματα ποὺ ἤξευρε, καὶ εἶχεν ὁμιλήσει μὲ πολλὰς γραίας σοφάς, αἵτινες ὑπῆρξαν τὸ πάλαι. Ἐκάθητο ὅλην τὴν νύκτα, ἀγρυπνῶν, σιμὰ εἰς τὸ παράθυρόν του, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ πότε ἐδιάβαζε τὰ βιβλία του, πότε ἐρρέμβαζε πρὸς τὰ ἄστρα καὶ πρὸς τὰ κύματα. Ἡ καλύβη του, ὅπου ἔρημος καὶ μόνος ἐκατοικοῦσεν, ἔκειτο ὀλίγους βράχους παραπέρα ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Λουλούδως, ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του ὁ Μάνος, ἀνάμεσα εἰς τὸ σπίτι τῆς Βάσως τοῦ Ραγιᾶ καὶ τῆς Γκαβαλογίνας.
Μίαν νύκτα, ὁ Κορωνιὸς καὶ ὁ ἔγγονος τῆς Φαφάνας ἡτοιμάζοντο νὰ λύσουν τὴν βάρκαν, καὶ νὰ κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, διὰ νὰ κυνηγήσουν τὸ ἀσύλληπτον θήραμά των.
Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας τοὺς εἶδεν, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν καλύβην του, φορῶν ἄσπρον σκοῦφον καὶ ράσον μακρύ, ὅπως ἐσυνήθιζε κατ᾿ οἶκον, ἐπήδησε δύο τρεῖς βράχους πρὸς τὰ ἐκεῖ, κ᾿ ἔφθασε παραπάνω ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ δύο φίλοι.
― Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, παιδιά; τοὺς ἐφώναξεν. Εἶναι βραδιὲς τώρα ποὺ τρέχετε ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι, χωρὶς νὰ γιαλεύετε* χωρὶς νὰ πυροφανίζετε ― καὶ τὰ ψάρια σας δὲν τὰ εἴδαμε. Μήπως σᾶς ὠνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, γιὰ νὰ βρῆτε τίποτε θησαυρό;
Ὁ Μάνος παρεκάλεσε τὸν Κόκοϊαν νὰ κατεβῇ παρακάτω καὶ νὰ ὁμιλῇ σιγανώτερα. Εἶτα δὲν ἐδίστασε νὰ τοῦ διηγηθῇ τὸ ὅραμά του.
Ὁ Λίμπος ἤκουσε μετὰ προσοχῆς. Εἶτα ἐγέλασε:
―Ἀμ᾿ ποῦ νὰ τὰ ξέρετε αὐτὰ ἐσεῖς, οἱ νέοι, εἶπε, σείων σφοδρῶς τὴν κεφαλήν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σὰν αὐτὸ ποὺ εἶδες, Μάνο, τὰ ἔβλεπαν ὅσοι ἦταν καθαροί, τώρα τὰ βλέπουν μόνον οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι. Ἐγὼ δὲν βλέπω τίποτα!… Τὸ εἶδε κι ὁ Γιαλὴς αὐτὸ ποὺ λὲς πὼς βλέπεις;
Ὁ Γιαλὴς ἠναγκάσθη μὲ συστολὴν κατωτέραν τῆς ἡλικίας του νὰ ὁμολογήσῃ, ὅτι δὲν ἔβλεπε τὸ φῶς, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ἐπείθετο εἰς τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Μάνου, ὅστις ἔλεγεν ὅτι τὸ βλέπει.
Ὁ Κόκοϊας, ἤρχισε τότε νὰ διηγῆται:
― Ἀκοῦστε νὰ σᾶς πῶ, παιδιά. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπετε, ἔφτασα τὴ γρια-Κοιράνω τοῦ Ραγιᾶ, τὴν μαννοὺ* αὐτῆς τῆς Βάσως τῆς γειτόνισσας, καθὼς καὶ τὴ μάννα τῆς Γκαβαλογίνας, ἀκόμα κι ἄλλες γριές. Μοῦ εἶχαν διηγηθῆ πολλὰ πρωτινά, παλαιικὰ πράματα, καθὼς κι αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ τώρα:
»Βλέπετε αὐτὸ τὸ χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, ποὺ λένε πὼς εἶναι στοιχειωμένο; Ἐδῶ τὸν παλαιὸν καιρὸ ἐκατοικοῦσε μιὰ κόρη, ἡ Λουλούδω, ὁποὺ τὴν εἶχαν ὀνοματίσει γιὰ τὴν ἐμορφιά της, ―ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε κι αὐτή― μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της τὸν γερο-Θεριά (ἑλληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), ὁποὺ ἐκυνηγοῦσε ὅλους τοὺς Δράκους καὶ τὰ Στοιχειά, μὲ τὴν ἀσημένια σαγίτα καὶ μὲ φαρμακωμένα βέλη. Ἕνα Βασιλόπουλο ἀπὸ τὰ ξένα τὴν ἀγάπησε τὴν ὄμορφη Λουλούδω. Τῆς ἔδωκε τὸ δαχτυλίδι του, κ᾿ ἐκίνησε νὰ πάῃ στὸ σεφέρι* καὶ τῆς ἔταξε μὲ ὅρκον ὅτι, ἅμα νικήσῃ τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθῃ νὰ τὴν στεφανωθῇ.
»Ἐπῆγε τὸ Βασιλόπουλο. Ἔμεινεν ἡ Λουλούδω, ρίχνοντας τὰ δάκρυά της στὸ κῦμα, στὸν ἀέρα στέλνοντας τοὺς στεναγμούς της, καὶ τὴν προσευχὴ στὰ οὐράνια, νὰ βγῇ νικητὴς τὸ Βασιλόπουλο, νὰ ἔρθῃ ἡ μέρα ποὺ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, νὰ γυρίσῃ ὁ σαστικός* της νὰ τὴν στεφανωθῇ.
»Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τό ᾽βαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίσῃ. Ἕνα βοϊδάκι κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτά τους στὸ παχνὶ κ᾿ ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος. Νά, τώρα θὰ ᾽ρθῇ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω!
»Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακριὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρές τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ᾿ ἀγγελούδια ποὺ ἔψαλλαν: Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ! Ἔμειναν γονατιστοί, μ᾿ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, πολλὴν ὥρα, κ᾿ ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο. Νά! τώρα θὰ ᾽ρθῇ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω!
»Ἔφτασαν κ᾿ οἱ τρεῖς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλές τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κ᾿ ἐφοροῦσαν μακριὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ᾿ ἀστεράκι, ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε κ᾿ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φῶς, ποὺ παραμέριζε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεῖς βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν ἀπ᾿ τὶς καμῆλές τους, ἐμπῆκαν στὸ Σπήλαιο, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκκια τους, κ᾿ ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.
»― Νά! τώρα θὰ ᾽ρθῇ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω!
»Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα, τελειώθηκε τὸ μυστήριο, ἔγινε ἡ σωτηρία, καὶ τὸ Βασιλόπουλο δὲν ἦρθε νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω! Οἱ βάρβαροι εἶχαν πάρει σκλάβο τὸ Βασιλόπουλο. Τὸ φουσᾶτό του εἶχε νικήσει στὴν ἀρχή, τὰ φλάμπουρά του εἶχαν κυριέψει μὲ ἀλαλαγμὸ τὰ κάστρα τῶν βαρβάρων. Τὸ Βασιλόπουλο εἶχε χυμήξει μὲ ἀκράτητην ὁρμή, ἀπάνω στὸ μούστωμα καὶ στὴ μέθη τῆς νίκης. Οἱ βάρβαροι μὲ δόλο τὸν εἶχαν αἰχμαλωτίσει!
»Τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἐπίκραναν τὸ κῦμα τ᾿ ἁρμυρό, οἱ ἀναστεναγμοί της ἐδιαλύθηκαν στὸν ἀέρα, κ᾿ ἡ προσευχή της ἔπεσε πίσω στὴ γῆ, χωρὶς νὰ φθάσῃ στὸ θρόνο τοῦ Μεγαλοδύναμου. Ἕνα λουλουδάκι ἀόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς βράχους, ὁποὺ τὸ λὲν Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ, ἀλλὰ μάτι δὲν τὸ βλέπει. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ἐπαρακάλεσε νὰ γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ τοῦ πελάγους, γιὰ νὰ φτάσῃ ἐγκαίρως, ὣς τὴν ἡμέρα ποὺ γεννᾶται ὁ Χριστός, νὰ φυλάξῃ τὸν ὅρκο του, ποὺ εἶχε δώσει στὴ Λουλούδω.
»Μερικοὶ λένε, πὼς τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ ἔγινεν ἀνθός, ἀφρὸς τοῦ κύματος. Κ᾿ ἡ Σπίθα ἐκείνη, ἡ φωτιὰ τοῦ πελάγου ποὺ εἶδες, Μάνο, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Βασιλόπουλου, ποὺ ἔλυωσε, σβήσθηκε στὰ σίδερα τῆς σκλαβιᾶς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν βλέπει πιά, παρὰ μόνον ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας».
(1906)
Βλ. http://www.papadiamantis.org/index.php/works/58-narration/374-04-24-an8os-toy-gialoy-1906
http://www.papadiamantis.org/index.php/multimedia/44-pictures1/277-various-artists-images

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Πλοία σε αρχαία αγγεία

Ταξιδεύοντας στη θάλασσα. Απεικονίσεις καραβιών σε αρχαία αγγεία.

   Σας παρουσιάζω απεικονίσεις πλοίων σε αρχαία ελληνικά αγγεία. Ήδη με τον πρώτο ελληνικό αποικισμό και στη συνέχεια με το δεύτερο άρχισε στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εμπορίου. Παράλληλα, αναπτύχθηκε η τεχνογνωσία της ναυπηγικής για να υπηρετήσει τις ταξιδιωτικές και εμπορικές ανάγκες τμημάτων του πληθυσμού που αναγκάστηκε να μεταναστεύσει από τα πάτρια εδάφη και να εγκατασταθεί σε αποικίες.
   Η μυική δύναμη των ανδρών-κωπηλατών και η αιολική δύναμη (ο άνεμος) που κινούσε τα ιστία ήταν οι δύο πηγές ενέργειας για την κίνηση των καραβιών της αρχαιότητας.

Τοιχογραφία από το Ακρωτήρι της Θήρας. Χρονολογείται περίπου στα 1650 π.Χ. και είναι μινωικής τεχνοτροπίας. Απεικονίζει νηοπομπή 14 καραβιών με κουπιά να κινούνται ανάμεσα σε δύο λιμάνια.

Γεωμετρικός κρατήρας με απεικόνιση καραβιού. 800-750 π.Χ. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Ν. Υόρκης.

Απεικόνιση αρχαίου καραβιού από αττικό μελανόμορφο αγγείο. 520 π.Χ. Cabinet des Medailles.


Απεικόνιση καραβιού σε αττικό μελανόμορφο κύπελο. 520-510 π.X. Λούβρο.

Απεικόνιση του Οδυσσέα και των Σειρήνων σε ερυθρόμορφο αγγείο. 480-470 π.Χ. 
Βρεττανικό Μουσείο.

Κύλικας στον απεικονίζεται ένα εμπορικό καράβι να δέχεται επίθεση από πειρατικό καράβι.

Ανάγλυφη απεικόνιση τριήρους. 410 π.Χ. περίπου. Μουσείο Ακρόπολης.


Σχέδιο του πλοίου αρχαϊκής εποχής που ονομαζόταν πεντηκόντορος. Είχε 25 ζεύγη κουπιών και ιστία. Ήταν πολεμικό και εμπορικό πλοίο. Στο μπροστινό σημείο είχε έμβολο για να εμβολίζει τα εχθρικά πλοία. Εξέλιξη αυτού του πλοίου ήταν οι διήρεις και οι τριήρεις της κλασικής εποχής.


Σχέδιο της Αθηναϊκής τριήρους γύρω στα 450 π.Χ.

   Κατά τον 8ο -5o αι. π.Χ. χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα ένα νέο πολεμικό πλοίο,
η τριήρης, που είχε τρεις σειρές κουπιών. Στην επάνω σειρά κάθονταν οι θρανίτες,
στη μεσαία οι ζυγίτες και στην κάτω οι θαλαμίτες. 
  Εκτός από τους κωπηλάτες, οι τριήρεις χρησιμοποιούσαν και πανιά, όταν οι
άνεμοι ήταν ευνοϊκοί και έτσι το πλήρωμα ξεκουράζονταν. 
Ήταν πλοίο γρήγορο και ευκίνητο. Δεν είχε μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους
για νερό και τρόφιμα και για αυτό το λόγο ακολουθούσαν τις τριήρεις
εμπορικά σκάφη με τρόφιμα και εφόδια.
Η τριήρης είχε στο μπροστινό μέρος της έμβολο ως επιθετικό όπλο, το οποίο ήταν
κατασκευασμένο από ξύλο με επένδυση χαλκού και το οποίο, με κατάλληλους
χειρισμούς δημιουργούσε ρήγμα στα εχθρικά πλοία.

Ομοίωμα Αθηναϊκής τριήρους.

Οι τριήρεις ξεκινούσαν με την Ανατολή του ήλιου και αγκυροβολούσαν με τη Δύση,  καθώς
 τα σκάφη αυτά δεν μπορούσαν να φιλοξενήσουν κουκέτες, μαγειρεία κ.α. (μόνο νερό 
υπήρχε για τους επιβαίνοντες). Σε μακρινές πολεμικές εχθροπραξίες οι τριήρεις 
αγκυροβολούσαν καθημερινά σε απάνεμα λιμάνια και όρμους, ενώ οι επιβαίνοντες
 τροφοδοτούνταν από άλλα συνοδευτικά – εφοδιαστικά πλοία. Επικεφαλής της 
Τριήρους ήταν ο τριήραρχος με τη βοήθεια 5 αξιωματικών και 4 υπαξιωματικών.
 Στο σκάφος επέβαιναν και οι επιβάτες (πολεμιστές).  

  Σύμφωνα με τους ειδικούς, το πλήρωμά της τριήρους περιλάμβανε περίπου 300 άτομα 
(ναύτες) από τα οποία οι «θρανίτες» (= οι κωπηλάτες» που κάθονταν στο θρόνο) 
ανέρχονταν στους 62, οι «ζυγίτες» (οι κωπηλάτες που βρισκόταν σε ζυγούς) στους 54 
και οι «θαλαμίτες» (οι κωπηλάτες που βρισκόταν στο κατώτερο μέρος του πλοίου, 
στο ύψος του τριηράρχου) στους 54. Υπήρχαν ακόμη οι πολεμιστές (18 – 30 άτομα), 
το ναυτικό προσωπικό (20 – 30 άτομα), ο κυβερνήτης, που είχε την ανώτερη εξουσία
 (τριηράρχης), ο κελευστής και ο πρωράτης που εκτελούσε καθήκοντα ναύκληρου 
και υπάρχου.  Κατ’ άλλους συνολικό πλήρωμα της τριήρους ήταν 210-216 άνδρες, από 
τους οποίους οι 172 περίπου κωπηλάτες, 86 ανά πλευρά, κατανεμημένοι σε τρεις 
σειρές (τους «Θαλαμίτες», τους «Ζυγίτες» και τους «Θρανίτες»).

  Οι Τριήρεις ήταν το αριστούργημα της αρχαίας Ελληνικής ναυπηγικής, ένα πρωτοποριακό 
πλοίο για την εποχή του, που συνέβαλε όχι μόνο στη προστασία της Ελλάδας από τους 
εχθρούς της, αλλά και στη δημιουργία και διάδοση του Ελληνικού πολιτισμού. Στη 
ναυμαχία της Σαλαμίνας, το 480 π.X. για παράδειγμα, οι Ελληνικές ευέλικτες και γρήγορες
 τριήρεις εξουδετέρωσαν τα βαρύτερα και πιο δυσκίνητα Περσικά και Φοινικικά καράβια.



Βλ. http://commons.wikimedia.org/wiki/Category:Boats_in_Ancient_Greek_pottery

http://www.krassanakis.gr/Greek%20nautical%20history.htm
http://el.wikipedia.org/wiki/Αρχείο:ACMA_Relief_Lenormant.jpg